- πλεύμονας
- πλεύμωνthe lungsmasc acc plπνεύμωνthe lungsmasc acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαμώ — ἐξαμῶ, άω (Α) [αμώ] 1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.) 2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ ἐξαμήσω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… … Dictionary of Greek